- αδρενοστερόνη
- Στερεοειδής ορμόνη που παράγεται από τον φλοιό των επινεφριδίων (λέγεται και ανδρογεννητική ορμόνη). Η έκκρισή της κανονίζεται από την αδρενοφλοιοτροφική ορμόνη που παράγεται στον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Έχει μοριακό τύπο C19H24Ο3. Βιολογικά ανήκει στις ανδρογόνους ή αρρενογόνους ορμόνες και ρυθμίζει τη γεννητική δραστηριότητα στον άντρα.
Dictionary of Greek. 2013.